- κοχλιοκογχύλιον
- κοχλ-ιοκογχύλιον, inferior kind of murex, Ps.-Democr.Alch.p.42 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοχλιοκογχύλιον — κοχλιοκογχύλιον, τὸ (Α) κατώτερο είδος πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κογχύλιον] … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek